ανατρεπτικός

ανατρεπτικός
η , ό[ν]
1) ниспровергающий, свергающий;

ανατρεπτικό κίνημα — а) повстанческое движение; — б) переворот;

2) отменяющий, аннулирующий, ликвидирующий;

ανατρεπτική προθεσμία юр. — строго установленный срок (нарушение которого аннулирует действие юридических положений, прав)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανατρεπτικός" в других словарях:

  • ἀνατρεπτικός — turning upside down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατρεπτικός — ή, ό (Α ἀνατρεπτικός, ή, όν) 1. ικανός να προκαλεί ανατροπή, καταστρεπτικός 2. (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την ανασκευή, την αναίρεση νεοελλ. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ανατρεπτικός — ή, ό 1. οικανός για ανατροπή, επαναστατικός: Οι ανατρεπτικές ενέργειες των γνωστών κύκλων έπεσαν στο κενό. 2. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι: Η απόφαση του δικαστηρίου έτασσε ανατρεπτική προθεσμία δυο μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατρεπτικά — ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc pl ἀνατρεπτικά̱ , ἀνατρεπτικός turning upside down fem nom/voc/acc dual ἀνατρεπτικά̱ , ἀνατρεπτικός turning upside down fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικῶν — ἀνατρεπτικός turning upside down fem gen pl ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικόν — ἀνατρεπτικός turning upside down masc acc sg ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικώτατον — ἀνατρεπτικός turning upside down masc acc superl sg ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικοῖς — ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικοί — ἀνατρεπτικός turning upside down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικοῦ — ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρεπτικῆς — ἀνατρεπτικός turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»